λῃστής

λῃστής
λῃστής, οῦ, ὁ (ληϊς, epic form of λεία ‘booty, spoils’; Soph., Hdt.+; ins, pap, LXX; ApcSed 15:3; Joseph.; loanw. in rabb.; Ar. 3, 2; Just., Tat., Ath., R. 19 p. 72, 25; Theoph. Ant. 3, 14 [p. 232, 13]).
robber, highwayman, bandit (in Palestine: Jos., Bell. 2, 125; 228 al.) Lk 10:30, 36; 2 Cor 11:26 (Chariton 6, 4, 6 λῃσταῖς θαλάττῃ); Mt 26:55; Mk 14:48; Lk 22:52; so also MPol 7:1. Crucified w. Christ Mt 27:38, 44; Mk 15:27. W. κλέπτης (Pla., Rep. 351c; Ep. 63 of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 363, 21]) J 10:1, 8. σπήλαιον λῃστῶν a bandits’ cave or hideout (Jer 7:11) Mt 21:13; Mk 11:17; Lk 19:46; 2 Cl 14:1 (GBuchanan, HUCA 30, ’59, 169–77: ‘cave of brigands’; s. ἱερόν b, end; Schürer II 600).—This mng. was extended to signify
revolutionary, insurrectionist, guerrilla (Jos., Bell. 2, 254=σικάριος; 253; 4, 504, Ant. 14, 159f; 20, 160f; 167) of Barabbas (cp. μετὰ τ. στασιαστῶν Mk 15:7) J 18:40 (HRigg, Jr., JBL 64, ’45, 444 n. 95; HWood, NTS 2, ’55/56, 262–66 and JTwomey, Scripture (Edinburgh) 8, ’56, 115–19 support this, but see MHengel, Die Zeloten, ’61, 25–47; 344–48); prob. also in the words of Jesus Mt 26:55; Mk 14:48; Lk 22:52; MPol 7:1 (cp. Mt 26:55).—More precise def. depends on assessment of ‘social banditry’, s. RHorsley, Josephus and the Bandits: Journal for the Study of Judaism 10, ’79, 37–63; RHorsley/JHanson, Bandits, Prophets, and Messiahs ’85.—B. 791. DELG s.v. λεία. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ληστής — ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής) 1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.) 2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και… …   Dictionary of Greek

  • λῃστής — ληιστής masc nom sg λῃστής robber masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληστής — ο 1. αυτός που κάνει ληστείες: Συνέλαβαν τους ληστές και τους οδήγησαν στη φυλακή. 2. αυτός που ζει στα βουνά και συντηρείται από ληστείες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας …   Dictionary of Greek

  • ληιστά — ληιστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual ληιστά̱ , ληιστός to be carried off as …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστά — λῃστά̱ , ληιστής masc nom/voc/acc dual ληιστής masc voc sg ληιστής masc nom sg (epic) ληιστός to be carried off as booty neut nom/voc/acc pl λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as booty fem nom/voc/acc dual λῃστά̱ , ληιστός to be carried off as… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dionysis Savvopoulos — (2007) Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος, * 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile. Einerseits verbinde …   Deutsch Wikipedia

  • Savvopoulos — Dionysis Savvopoulos Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος); (* 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile.… …   Deutsch Wikipedia

  • Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… …   Dictionary of Greek

  • Τέρμερος — Αρχαίος ληστής. Έδρασε μαζί με τον Λύκο στην Καρία. Θεωρείται, ο ιδρυτής της παράλιας καρικής πόλης Τέρμερας, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την Αλικαρνασσό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, γιατί δολοφονούσε τους περαστικούς με ένα… …   Dictionary of Greek

  • εξπιλάτωρ — ἐξπιλάτωρ, ο (Μ) ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. expilator «ληστής»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”